- μαντέκα
- ηκηρώδης αρωματική αλοιφή για καλλωπισμό και στερέωση τών τριχών, ιδίως τού μουστακιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. manteca «χρίσμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαντέκα — η (λ. ιταλ.), αρωματική αλοιφή για τον καλλωπισμό, τη βαφή και τη στερέωση του μουστακιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)